Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θώραξ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θώραξ, -ᾱκος, Ιων. και Επικ. θώρηξ, -ηκος, (θωρήσσωI. θώρακας, το εμπρόσθιο μέρος πανοπλίας, Λατ. lοrica, σε Ομήρ. Ιλ.· το εμπρόσθιο και οπίσθιο κομμάτι πανοπλίας, τα οποία μαζί, αποτελούσαν τον θώρακα και ονομάζονταν γύαλα· δένονταν με πόρπες (ὀχεῖς) και από τις δυο πλευρές· II. το τμήμα του σώματος που καλύπτονταν από τον θώρακα, ο κορμός, σε Ευρ., Πλάτ. III. έπαλξη τείχους, το εξωτερικό τείχος, σε Ηρόδ.