Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θύρσος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θύρσος, , ετερογ. πληθ. θύρσα, θύρσος, δηλ. η Βακχική ράβδος που ήταν στεφανωμένη με κισσό και φύλλα αμπελιού και είχε έναν κώνο πεύκου στην κορυφή, σε Ευρ., Ανθ. Π.