Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θύραθεν"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θύρᾱθεν, Επικ. θύρηθε (θύρα), επίρρ. 1. από το εξωτερικό μέρος της πόρτας, από έξω, σε Ευρ. 2. έξω από την πόρτα, έξω, θύρηθ' ἔα, ήταν έξω από τη θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ.· οἱθ., οι εχθροί, οι ξένοι, σε Αισχύλ.