Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θύρα"

Βρέθηκαν 8 λήμματα [1 - 8]
θύρα[ῠ], Ιων. θύρη, , Ιων. γεν. πληθ. θυρέων· I. 1. πόρτα, σε Όμηρ., κυρίως στον πληθ. διπλές ή αναδιπλούμενες (δίφυλλες) πόρτες, ολοκληρωμένη έκφραση, δικλίδες θύραι, σε Ομήρ. Οδ.· θύρην ἐπιτιθέναι, βάζω στην πόρτα, αντίθ. προς το ἀνακλίνειν, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, τὴν θύραν προστιθέναι, σε Ηρόδ.· ἐπισπάσαι, σε Ξεν.· θύραν κόπτειν, πατάσσειν, κρούειν, Λατ. januam pulsare, χτυπώ, κρούω την πόρτα, σε Αριστοφ., Πλάτ.· μεταφ., ἐπὶ ταῖς θύραις, στην πόρτα, δηλ. κοντά, εδώ δίπλα, σε Ξεν. 2. από το Ανατολικό έθιμο της παραλαβής αιτήσεων στην πύλη, το αἱτοῦ βασιλέως θύραι έγινε έκφραση, βασιλέως θύραις παιδεύονται, εκπαιδεύονται στα ανάκτορα, στον ίδ. αἱ ἐπὶ τὰς θύρας φοιτήσεις, σύχναζαν στα ανάκτορα, στο ίδ. 3. παροιμ., γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται (πρβλ. ἀθυρότομος), σε Θεόγν.· ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν, σπάζω το λαγήνι στην πόρτα = τον κουβαλώ ως την πόρτα αλλά δεν κατορθώνω να τον φέρω σώο μέσα στο σπίτι, «έφτασε στην πηγή αλλά δεν ήπιε νερό», σε Αριστ. 4. θύρα άμαξας, σε Ξεν. 5. α) θύρη καταπακτή, πόρτα καταπακτής, σε Ηρόδ. β) κατασκεύασμα από σανίδες, φραξάμενοι τὴν ἀκρόπολιν θύρῃσί τε καὶ ξύλοις, με σανίδες και ξύλα, στον ίδ. II. γενικά, είσοδος, όπως σε σπήλαιο, σε Ομήρ. Οδ.
θύραζε, επίρρ. κυρίως, θύρασ-δε, 1. έξω από την πόρτα, έξω στην πόρτα, Λατ. foras, σε Όμηρ. 2. γενικά, έξω, στον ίδ.· θύραζε ἐξιέναι, εξέρχομαι από το πλοίο, αποβιβάζομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στην Αττ., ἐκφέρειν θύραζε, ἐξέλκειν τινὰ θύραζε, σε Αριστοφ.· οἱ θύραζε, αυτοί που κάθονται, βρίσκονται έξω, στον ίδ. 3. με γεν., ἁλὸς θύραζε, έξω από τη θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ.· θύραζε τῶν νόμων, όπως το ἔξω, σε Ευρ.
θύρᾱθεν, Επικ. θύρηθε (θύρα), επίρρ. 1. από το εξωτερικό μέρος της πόρτας, από έξω, σε Ευρ. 2. έξω από την πόρτα, έξω, θύρηθ' ἔα, ήταν έξω από τη θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ.· οἱθ., οι εχθροί, οι ξένοι, σε Αισχύλ.
θῠραῖος, , -ον και -ος, -ον (θύρα), 1. στην πόρτα ή ακριβώς έξω από την πόρτα, σε Αισχύλ., Σοφ.· θυραῖος οἰχνεῖν, πηγαίνω στην πόρτα, βγαίνω έξω, στον ίδ.· θυραῖος πολέμιος, αντιθ. προς τον εμφύλιο πόλεμο, σε Αισχύλ. 2. εκτός, απών, στον ίδ., από έξω, σε Ευρ.· ἄνδρες θυραῖοι ξένοι, από ξένη γη άνδρες, στον ίδ.· θυραῖα φρονήματ', οι σκέψεις των ξένων, στον ίδ. 3. = ἀλλότριος, Λατ. alienus, ὄλβος θυραῖος, η τύχη των ξένων ανδρών, σε Αισχύλ.· πῆμα, σε Ευρ.
θύρᾱσι, -σιν, επίρρ. (θύρα), 1. στην πόρτα έξω, εκτός, Λατ. foris, σε Αριστοφ. 2. έξω από το σπίτι, εκτός χώρας, σε Ευρ.
θῠραυλέω, μέλ. -ήσω, ζω στο ύπαιθρο, διαμένω σε ανοιχτό χώρο, κατασκηνώνω, κ.λπ.· στον πόλεμο, ζω σε στρατόπεδο, σε Αριστ.
θῠραυλία, , η ζωή στο ύπαιθρο, κατασκήνωση, σε Λουκ.
θύρ-αυλος, -ον (αὐλή), αυτός που διαμένει στο ύπαιθρο, σε Ησύχ.