Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θύννος"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
θύννος, , τόνος, μεγάλο ψάρι, που τρώγεται στη Μεσόγειο, Χρησμ. παρά Ηροδ., σε Αισχύλ., κ.λπ. (από το θύνω, εξαιτίας της γρήγορης και ορμητικής του κίνησης).
θυννοσκοπέω, μέλ. -ήσω, παραμονέυω για τόνους, σε Αριστοφ.
θυννο-σκόπος, , αυτός που παραφυλάει για τόνους, δηλ. κάποιος που κάθεται σε υπερυψωμένο μέρος, από το οποίο μπορεί να δει τις αγέλες των τόνων να έρχονται, ώστε να κάνει σήμα στον ψαρά να απλώσει τα δίχτυα του την κατάλληλη στιγμή, σε Θεόκρ.