
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "θύελλα"
- θύελλα, ἡ, (θύω, όπως το ἄελλα από το ἄημι) δυνατή, σφοδρή καταιγίδα, θύελλα, σε Όμηρ.· πυρὸς θύελλαι, κεραυνοθύελλες, σε Ομήρ. Οδ.· ποντία θύελλα, σε Σοφ.· μεταφ., ἄτης θύελλαι, σε Αισχύλ.