Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θόρυβος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θόρῠβος, (θρόος), I. 1. θόρυβος, ταραχή, σύγχυση, σε Πίνδ., Ευρ., Θουκ., κ.λπ.· θόρυβος βοῆς, συγκεχυμένη, μπερδεμένη κραυγή, σε Σοφ. 2. χρησιμοποιείται ως ένδειξη επιδοκιμασίας ή το αντίθετο· α) επικρότηση, επευφημία, σε Αριστοφ., Πλάτ., κ.λπ. β) παράπονο, γογγυσμός, σε Σοφ. II. θόρυβος, ταραχή, σύγχυση, σε Ηρόδ., Θουκ.