Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θυμός"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
θύμος, , βλ. θύμον.
θῡμός, (θύω Β), ψυχή· I. όπως το Λατ. anima, ψυχή, πνοή, ανάσα, ζωή· θυμὸν ἀπαυρᾶν, ἀφελέσθαι, ἐξελέσθαι, ἐξαίνυσθαι, ὀλέσαι, αφαιρώ την ζωή, σε Όμηρ.· θυμὸν ἀποπνείειν, εκπνέω, σε Ομήρ. Ιλ.· θυμὸν ἀγείρειν, συγκρατώ τον εαυτό μου, στο ίδ., κ.λπ.· θυμὸς τείρετο καμάτῳ, το πνεύμα του είχε καταπονηθεί, φθαρεί από την κούραση, στο ίδ. II. όπως το Λατ. animus, ψυχή, καρδιά· και ομοίως 1. χρησιμοποιείται για την επιθυμία για φαγητό και ποτό, πιέειν ὅτε θυμὸν ἀνώγει, στο ίδ.· με απαρ., βαλέειν δέ ἑ ἵετο θυμός, η καρδιά του τον πρόσταζε να ρίξει, στο ίδ.· ἤθελεθυμῷ, ευχόταν μέσα στην καρδιά του ή με όλη του την καρδιά, στο ίδ.· θυμῷ βουλόμενος, ευχόμενος με όλη του την ψυχή, σε Ηρόδ.· επίσης, ἐκ θυμοῦ φιλέειν, σε Ομήρ. Ιλ.· θυμός ἐστί μοι, θυμὸς γίγνεταί μοι, με απαρ., διάθεση να..., στον ίδ., Ξεν., κ.λπ.· επίσης όπως η έδρα της λύπης ή της χαράς, χαῖρε δὲ θυμῷ, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄχνυτο θυμός, στο ίδ., κ.λπ. 2. νόηση, διάθεση, βούληση, επιθυμία, θυμὸς πρόφρων, νηλεής, σιδήρεος, σε Όμηρ.· ἕνα θυμὸν ἔχειν, έχοντας κοινή σκέψη, σε Ομήρ. Ιλ.· δόκησε δ' ἄρα σφίσι θυμὸς ὣς ἔμεν, τους ευχαρίστησε να έχουν τέτοια γνώμη, σε Ομήρ. Οδ.· ἐδαΐζετο θωμός, οι γνώμες τους διχάστηκαν, σε Ομήρ. Ιλ. 3. κουράγιο, θάρρος, τόλμη, μένος καὶ θυμός, στο ίδ.· θυμὸν λαμβάνειν, παίρνω θάρρος, σε Ομήρ. Οδ.· παραὶ ποσὶ κάππεσε θυμός, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ. 4. όπως η έδρα του θυμού, νεμεσίζεσθαι ἐνὶ θυμῷ, στο ίδ.· απ' όπου, θυμός, οργή, δάμασον θυμόν, στο ίδ.· θυμὸς μέγας ἐστὶ βασιλῆος, στο ίδ. 5. η ψυχή όπως η έδρα της σκέψης, ᾔδεε γὰρ κατὰ θυμόν, στο ίδ.· φράζετο θυμῷ, στο ίδ.
θῡμοσοφικός, , -όν, ευφυής, πνευματώδης, σε Αριστοφ.
θῡμό-σοφος, -ον, ευφυής, σοφός από τη φύση του, δηλ. εγγενώς έξυπνος, άνθρωπος του πνεύματος, σε Αριστοφ., Πλάτ.