LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "θυγάτηρ"
- θῠγάτηρ, ἡ, γεν. θυγᾰτέρος, συνηρ. θυγατρός, δοτ. θυγᾰτέρι, θυγατρί, αιτ. θυγᾰτέρα αλλά Επικ. θύγατρα, κλητ. θύγᾰτερ· κόρη, σε Όμηρ., κ.λπ.