LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "θρόος"
- θρόος, Αττ. θροῦς, ὁ (θρέομαι), I. 1. θόρυβος σαν από πολλές φωνές, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για μουσικούς ήχους, σε Πίνδ. 2. ο θόρυβος του πλήθους, σε Θουκ. II. δήλωση, φήμη, όπως το Λατ. rumor, σε Ξεν.