Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θρυλέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θρῡλέω (λαϊκιστί θρυλλέω), μέλ. -ήσω, I. δημιουργώ συγκεχυμένο θόρυβο, φλυαρώ, τραυλίζω, σε Αριστοφ., Θεόκρ. II. με αιτ. πράγμ., μιλώ συνεχώς για κάτι, επαναλαμβάνω ξανά και ξανά, Λατ. decantare, σε Ευρ., Πλάτ., κ.λπ.· Παθ., τὸ θρυλούμενον, κοινή ομιλία, το κοινώς λεγόμενο, αυτό που βρίσκεται στο στόμα όλων, για το οποίο μιλάνε όλοι, στον Δημ.