Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θρασύς"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
θρᾰσύς, -εῖα, , I. 1. γενναίος, τολμηρός, θαρραλέος, αυτός που έχει πίστη και πεποίθηση, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· θρασεῖα τοῦ μέλλοντος, γεμάτη ελπίδα για το μέλλον, σε Θουκ. 2. με αρνητική σημασία, παράτολμος, ορμητικός, ριψοκίνδυνος, αδιάντροπος, θρασύς, Λατ. audax, σε Ομήρ. Οδ., Αττ. II. λέγεται για πράγματα, αυτά που επιχειρούνται, με απαρ., θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν, τολμώ να πω αυτό, σε Πίνδ.· οὐκ ἆρ' ἐκείνῳ προσμῖξαι θρασύ; σε Σοφ. III. επίρρ. -έως· συγκρ. θρασύτερον, παράτολμα, με θάρρος περισσότερο από όσο πρέπει, σε Θουκ.
θρᾰσύ-σπλαγχνος, -ον (σπλάγχνον), αυτός που έχει γενναία καρδιά, σε Ευρ.· επίρρ. -ως, σε Αισχύλ.
θρᾰσυστομέω, είμαι αυθάδης στη γλώσσα, μιλώ με αναίδεια, σε Τραγ.
θρᾰσυστομία, , αναίδεια, ξεδιαντροπιά, αμετροέπεια, σε Ανθ. Π.
θρᾱσύ-στομος, -ον (στόμα), αυτός που μιλά με θρασύτητα, αυθάδης, σε Αισχύλ.