LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "θρίξ"
- θρίξ, ἡ, γεν. τρῐχός, δότ. πληθ. θριξί, 1. το τριχωτό του κεφαλιού, χρησιμ. από τον Όμηρ. μόνο στον πληθ.· στην Αττ. μόνο στον ενικ., σε Όμηρ., κ.λπ.· επίσης, το μαλλί των προβάτων, σε Ομήρ. Ιλ.· τρίχες γουρουνιού, σε Όμηρ.· οὐραῖαι τρίχες, οι τρίχες της ουράς αλόγου, σε Ομήρ. Ιλ. 2. η τρίχα μόνη της, παροιμ., θρὶξ ἀνὰ μέσσον, παρά μία τρίχα, σε Θεόκρ.· ἄξιον τριχός, δηλ. καθόλου σημαντικό, σε Αριστοφ.

