Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θρέμμα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θρέμμα, -ατος, τό (τρέφω), 1. ανάθρεμμα, δημιούργημα, γέννημα, λέγεται για πρόβατα και κατσίκια, σε Ξεν., Πλάτ. 2. λέγεται για ανθρώπους, σε Σοφ., κ.λπ. 3. λέγεται για άγρια ζώα, στον ίδ. 4. χρησιμοποιείται ως μομφή, επίπληξη, κατασκεύασμα, θρέμματ' οὐκ ἀνασχετά, σε Αισχύλ.· ὦ θρέμμ' ἀναιδές, σε Σοφ. 5. ὕδρας θρέμμα, περιφρ. αντί ὕδρα, στον ίδ.