LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "θολός"
- θόλος, ἡ, 1. στρογγυλό κτίσμα με κωνική οροφή, θολωτή κάμαρα, σε Ομήρ. Οδ. 2. στην Αθήνα, κυκλικό οικοδόμημα, στο οποίο δειπνούσαν οι Πρυτάνεις, η Ροτόντα, σε Πλάτ., κ.λπ.
- θολός, ὁ, λάσπη, βρωμιά, ιδίως το σκουρόχρωμο, μελανό υγρό της σουπιάς (sepia), το οποίο εκκρίνει για να θολώνει τα νερά και να κρύβεται, Λατ. loligo, σε Αριστ.