Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θλίβω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θλίβω[ῑ], μέλ. θλίψω, αόρ. αʹ ἔθλιψα· Παθ., παρακ. τέθλιμμαι· I. συμπιέζω, συνθλίβω, τσιμπώ, σε Αριστοφ., Δημ.· Παθ., λέγεται για άνθρωπο βαριά φορτωμένο, ὡς θλίβομαι!, σε Αριστοφ.· Μέσ., πολλῇς φλιῇσι παραστὰς θλίψεται ὤμους, θα τρίψει τους ώμους του σε πολλές παραστάδες πορτών, λέγεται για το ζητιάνο, σε Ομήρ. Οδ. II. 1. πιέζω, στεναχωρώ, ενοχλώ, σε Πλάτ.· Παθ., συμπιέζομαι, θλιβομένα καλύβα, μικρή, στενή καλύβα, σε Θεόκρ.· ὁδὸς τεθλιμμένη, στενή οδός, σε Κ.Δ. 2. μεταφ., καταπιέζω, θλίβω, προκαλώ λύπη, σε Αριστ.