Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θιγγάνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θιγγάνω[ᾰ], μέλ. θίξομαι, αόρ. βʹ ἔθῐγον (επιτετ. από τη √ΘΙΓ, πρβλ. θιγεῖν, Λατ. te-tig-i)· I. 1. ακουμπώ, χειρίζομαι, αγγίζω, σε γεν., Τραγ. 2. πιάνω με το χέρι, κρατώ, τινός, σε Σοφ., κ.λπ.· θιγγάνω ὠλέναισιν τέκνου, αγκαλιάζω, σε Ευρ. 3. αγγίζω, επιχειρώ, λόγου γλώσσῃ θιγγάνω, σε Σοφ.· με εχθρική σημασία, επιτίθεμαι, θηρός, σε Ευρ. II. 1. μεταφ., λέγεται για τα συναισθήματα, ακουμπώ, συγκινώ, στον ίδ.· ψυχῆς, φρενῶν θιγγάνω, στον ίδ.· πολλὰ θιγγάνει πρὸς ἦπαρ, αγγίζουν την καρδιά, σε Αισχύλ. 2. κερδίζω, καταφθάνω, επιτυγχάνω, τινός, σε Πίνδ., κ.λπ.· ο Πίνδ. τη χρησιμοποιεί με αυτή τη σημασία, όπως κάνει με το ψαύω, με δοτ.