Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θησαυρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θησαυρός, (από √ΘΕ του τίθημι), I. αυτό που έχει αποθηκευθεί, θησαυρός, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· μεταφ., θησαυρὸς ὕμνων, σε Πίνδ.· Διὸς θησαυρός, λέγεται για τη φωτιά, σε Ευρ.· οἰωνοῖς γλυκὺς θησαυρός, λέγεται για νεκρό σώμα, σε Σοφ. II. αποθήκη, θησαυροφυλάκιο, σε Ηρόδ.· το θησαυροφυλάκιο ναού, στον ίδ., Ξεν. 2. δοχείο πολύτιμων αντικειμένων, κασετίνα, μπαούλο, σε Ηρόδ.· θησαυρὸς βελέεσσιν, λέγεται για φαρέτρα, σε Αισχύλ.