LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "θησαυρίζω"
- θησαυρίζω (θησαυρός), μέλ. -σω, αποθηκεύω ή θησαυρίζω, σε Ηρόδ., Ξεν., κ.λπ.