Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θηριώδης"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θηρῐ-ώδης, -ες (εἶδος), I. γεμάτος με άγρια θηρία, κατάμεστος με αυτά, Λατ. belluosus, λέγεται για περιοχές, σε Ηρόδ. II. λέγεται για ανθρώπους με συμπεριφορά όμοια με άγριου θηρίου, άγριος, κτηνώδης, Λατ. belluῑnus, σε Ευρ., Πλάτ., κ.λπ.· τὸ θηριῶδες, η ζωώδης φύση, σε Ευρ.