Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θηρίον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θηρίον, τό, ως υποκορ. του θήρ, αλλά στη χρήση ισότιμο με αυτό, I. 1. άγριο ζώο, θηρίο, λέγεται για αρσενικό ελάφι, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για άγρια θηρία, σε Ηρόδ., Ξεν., κ.λπ.· αλλά, λέγεται για το γουρούνι, σε Πλάτ.· λέγεται για το σκύλο, σε Θεόκρ.· στον πληθ., θηρία, αντίθ. προς το άνθρωποι, πουλιά και ψάρια, άγρια ζώα, θηράματα, κυνήγια, σε Ηρόδ., Πλάτ.· παροιμ., ἢ θηρίον ἢ θεός, δηλ. είτε πιο κάτω είτε πιο πάνω από την ανθρώπινη φύση, σε Αριστ. 2. το ζώο, σε Ηρόδ., Πλάτ. 3. δηλητηριώδες ζώο, ερπετό, φίδι, σε Κ.Δ. II. επίσης ως γνήσιο υποκορ., μικρό ζώο, έντομο, ζωύφιο, λέγεται για μέλισσες, σε Θεόκρ. III. ως όρος επίπληξης, κτήνος! όπως το Λατ. bellua, Γαλ., bête, σε Αριστοφ., Πλάτ.