
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "θηλάζω"
- θηλάζω, μέλ. -άσω, Δωρ. -άξω (θηλή)· I. λέγεται για τη μητέρα, θηλάζω, Λατ. lactare, Λυσίας, σε Κ.Δ. II. λέγεται για τα νέα ζώα, βυζαίνω, Λατ. lactere· θηλάζων χοῖρος, το γουρούνι που θηλάζει, σε Θεόκρ.· με αιτ., μασδὸν ἐθήλαξεν, στον ίδ.