Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θεῖος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
θεῖος, , -ον, Επικ. θέειος, θεήϊος, Λακων. σεῖος, συγκρ. και υπερθ. θειότερος, -ότατος, θεώτερος, ως συγκρ. του θεὸς (θεόςI. 1. αυτός που αναφέρεται ή προέρχεται από τους θεούς, θεόσταλτος, αυτός που εκπορεύεται από αυτούς, θεϊκός, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· θεία νόσος, λέγεται για το σίφουνα, σε Σοφ.· θείᾳ τινὶ μοίρᾳ, μέσω θεϊκής παρέμβασης, σε Ξεν.· ομοίως, θείῃ τύχῃ, σε Ηρόδ.· διορισμένος από το θέο, εντεταλμένος του θεού, βασιλῆες, σε Ομήρ. Οδ.· 2. αυτός που ανήκει ή είναι αφιερωμένος στο θεό, που υπάρχει ή προσφέρεται προς τιμήν του, ιερός, σε Όμηρ.· αυτός που βρίσκεται υπό θεϊκή προστασία, δόμος, στον ίδ.· λέγεται για κήρυκες και αοιδούς, στον ίδ. 3. όπως το θεσπέσιος, ἱερός, Λατ. divinus, χρησιμοποιείται για οτιδήποτε υπεράνθρωπο, εξωπραγματικό, εξωκοσμικό· λέγεται για ήρωες, υπεράνθρωπα δυνατός, μεγάλος, όμορφος, μεγαλοπρεπής, ισχυρός, κ.λπ., σε Όμηρ.· και ως απλή ένδειξη σεβασμού, εξαιρετικός, θεῖοςὑφορβός, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, θεῖα πρήγματα, υπέροχα πράγματα, σε Ηρόδ.· ἐν τοῖσι θειότατον, ένα από τα πλέον θεσπέσια πράγματα, στον ίδ.· ομοίως, θεῖος (ή καλύτερα σεῖος) ἀνήρ, στη Σπάρτη, ήταν τίτλος διάκρισης, σε Πλάτ., Αριστ. II. ως ουσ., θεῖον, τό, το Υπέρτατο Ον, το θείο πρόσωπο, ο θεός, σε Ηρόδ., Αισχύλ. 2. θεῖα, τά, θεϊκές ενέργειες, πράξεις και ιδιότητες των θεών, η πορεία της θείας πρόνοιας, σε Σοφ., Αριστοφ., κ.λπ.· θρησκευτικό τυπικό, σε Ξεν.· ἔρρει τὰ θεῖα, η θρησκεία έχει χάσει τη δύναμή της, έχει ξεπεραστεί, σε Σοφ. III. επίρρ., θείως, μέσω θεϊκής πρόνοιας, σε Ξεν.· θειοτέρως, μέσω ειδικής θεϊκής πρόνοιας, μέσω της θείας Οικονομίας, σε Ηρόδ.
θεῖος, , ο αδερφός της μητέρας ή του πατέρα κάποιου, θείος, Λατ. patruus και avunculus, σε Ευρ., κ.λπ.