Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θεῖον"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
θεῖον, Επικ. θέειον, θήϊον, τό, θειάφι, Λατ. sulfur, χρησιμοποιείται στο λιβάνισμα, απολύμανση με καπνό που επέφερε εξαγνισμό, σε Όμηρ.· δεινὴ δὲ θεείου γίγνεται ὀδμή, από κεραυνό, σε Ομήρ. Ιλ.
θεῖον, τό, η θεϊκή υπόσταση, θεότητα, βλ. θεῖος II.