Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θεώρημα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θεώρημα, -ατος, τό, 1. αυτό το οποίο παρατηρείται, κοιτάζεται, το θέαμα, σε Δημ., κ.λπ. 2. αρχή που παράγεται ύστερα από σκέψη, κανόνας, Λατ. praeceptum· στα Μαθηματικά, το θεώρημα, σε Ευκλ.