Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θεόφρων"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θεό-φρων, -ον, γεν. -ονος (φρήν), αυτός που έχει θείο φρόνημα, ευσεβής, σε Πίνδ.