Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θεός"

Βρέθηκαν 12 λήμματα [1 - 12]
θεός, , Λακων. και Βοιωτ. -σιός, I. ο θεός, σε Όμηρ., και τα δύο με γενική σημασία, Θεὸς δώσει ο θεός θα δώσει, θα παράσχει, και με ειδική σημασία, θεός τις, ένας θεός· πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε, σε Όμηρ.· τα πράγματα λέγεται ότι συμβαίνουν σὺνθεῷ, σύν γε θεοῖσιν, σύμφωνα με τη θέληση του θεού, στον ίδ., κ.λπ.· οὐκἄνευ θεοῦ, Λατ. non sine diis, σε Ομήρ. Οδ.· οὐκ ἄνευθε θεοῦ, σε Ομήρ. Ιλ.· οὐ θεῶν ἄτερ, σε Πίνδ.· ἐκ θεόφι, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπὲρ θεόν, ενάντια στη θέληση του, στο ίδ.· κατὰ θεόν τινα, Λατ. divinitus, σε Ευρ.· σαν όρκος, πρὸς θεῶν, για το όνομα των θεών, μα τον θεό, σε Τραγ.· θεὸςἴστω, σε Σοφ., κ.λπ. II. θεός, ως θηλ. αντί θεά, θέαινα, θεά, θεότητα, σε Όμηρ.· θήλεια θεός, σε Ομήρ. Ιλ.· ἡ νερτέρα θέος, η Περσεφόνη, σε Σοφ.· συχνά σε όρκους, νὴτὼ θεώ, στον ίδ.· ναὶ τὼ σιώ, με τους Σπαρτιάτες, λέγεται για τον Κάστωρα και τον Πολυδεύκη, σε Ξεν.· με τους Βοιωτούς, λέγεται για τον Αμφίωνα και τον Ζήθο, στον ίδ. III. ως επίθ. στο συγκρ., θεώτερος, περισσότερο θεϊκός· θύραι θ., πόρτες που χρησιμοποιούνται περισσότερο από τους θεούς, σε Ομήρ. Οδ.
θεόσ-δοτος, -ον (δίδωμι), ποιητ. αντί θεόδοτος, αυτός που παρέχεται από τους θεούς, σε Ησίοδ., Πίνδ.
θεοσέβεια, , σεβασμός ή δέος απέναντι στο θεό, ευσέβεια, σε Ξεν.
θεο-σεβής, -ές (σέβω), αυτός που σέβεται το θεό, ευσεβής, σε Ηρόδ., Σοφ., κ.λπ. επίρρ. -βῶς, σε Ξεν.
θεό-σεπτος, -ον, αυτός που απολαμβάνει σεβασμό σαν θεός, σε Αριστοφ.
θεοσέπτωρ, -ορος, , = θεοσεβής, σε Ευρ.
θεοσ-εχθρία, (ἐχθρός), μίσος προς τους θεούς, εχθρότητα, ασέβεια, σε Δημ.
θεόσ-σῠτος, ποιητ. αντί θεό-συτος.
θεο-στήρικτος, -ον (στηρίζω), αυτός που υποστηρίζεται, από το θεό, σε Ανθ. Π.
θεο-στῠγής, -ές (στύγος), I. μισητός από τους θεούς, σε Ευρ. II. ο μισητός από το Θεό, σε Κ.Δ.
θεο-στύγητος[ῠ], -ον (στῠγέω), = το προηγ., σε Αισχύλ.
θεό-σῠτος, -ον (σεύω), σταλμένος από το θεό, θεόπεμπτος, σε Αισχύλ.