Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θεωρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θεωρός, Δωρ. θεᾱρός, I. θεατής, σε Θέογν., Αισχύλ., κ.λπ.· θεωρὸς εἰκάδων, με το να παρακολουθεί τις γιορτές ή να παρίσταται σε αυτές, σε Ευρ. II. πρεσβευτής τον οποίο έστελναν για να συμβουλευθεί μαντείο ή να παρασταθεί σε θυσία, σε Σοφ., παρα Δημ. Οι Αθηναίοι έστελναν τους θεωρούς στους Δελφούς, στη Δήλο και στους τέσσερις μεγαλύτερους αγώνες, τους Ολυμπιακούς, τους Πυθικούς, της Νεμέας και τα Ίσθμια (με την πρώτη σημασία, προέρχεται από το θεάομαι· με τη δεύτερη πιθ. από το θεός, ὤρα, cura).