Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θεωρία"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θεωρία, Ιων. -ίη, (θεωρέω), I. 1. παρατήρηση, θέαση, εξέταση, κοίταγμα· θεωρίης εἵνεκεν ἐκδημεῖν, βγαίνω έξω για να δω τον κόσμο, σε Ηρόδ.· ομοίως σε Θουκ., κ.λπ.· λέγεται για το πνεύμα, σκέψη, εξέταση, φιλοσοφικός στοχασμός, συλλογισμός, σε Πλάτ., κ.λπ. 2. Παθ., θεώρημα, θέαμα, θέα, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· ιδίως στο θέατρο, σε Αριστοφ., Ξεν. II. το να είναι κάποιος θεατής σε θέατρο ή σε δημόσιους αγώνες, σε Σοφ., Πλάτ. III. 1. οἱ θεωροί ή οι πρεσβευτές της πόλης, οι οποίοι στέλνονταν στα μαντεία ή στους αγώνες, αποστολή, στον ίδ., Ξεν. 2. το αξίωμα του θεωροῦ, η εκπλήρωση αυτού του αξιώματος, σε Θουκ., κ.λπ.