Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θεσπέσιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θεσ-πέσιος, , -ον ή -ος, -ον (θεός, ἔσπον=εἶπον βλ. θέσπιςI. λέγεται κυρίως για τη φωνή, αυτή που ακούγεται σαν θεϊκή, αυτή που είναι θεϊκά απαλή και γλυκιά, σε Όμηρ., Πίνδ. II. αυτό το οποίο μπορεί να πει μόνο ο θεός, δηλ. ακατανόμαστος, άφατος, άρρητος, απ' όπου, 1. όπως το θεῖος, θεϊκός, σε Όμηρ.· δοτ. θηλ. θεσπεσίῃ (ενν. βουλῇ) με τη θέληση του θεού, στον ίδ.· θεσπεσία ὁδός, η οδός του μαντικού χαρίσματος, της πρόρρησης, λέγεται για την Κασσάνδρα, σε Αισχύλ. 2. έξοχος, θαυμάσιος, φοβερός, θαυμαστός, απαίσιος, φριχτός, δυσοίωνος, λέγεται για πράγματα, σε Όμηρ.· θεσπέσιος χαλκός, έξοχος, εξαίρετος χαλκός, σε Ομήρ. Οδ., Ομήρ. Ιλ.· θεσπεσία ὀδμή, μυρωδιά εξαιρετικά γλυκειά, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως στον Ηρόδ., θεσπέσιον ὡς ἡδύ, λέγεται για ανθρώπινες σχέσεις, θεσπέσιος φόβος, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ. III. επίρρ. -ίως, θεσπεσίως ἐφόβηθεν, φοβήθηκαν υπερβολικά, στο ίδ.· ομοίως στο ουδ. ως επίρρ., σε Θεόκρ.