Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θερμός"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
θερμός, , -όν και -ος, -ον (θέρω), I. 1. ζεστός, θερμός, θερμὰ λουτρά, σε Όμηρ.· λέγεται για δάκρυα, στον ίδ., κ.λπ. II. 1. μεταφ., θερμός, ζωηρός, ορμητικός, διαχυτικός, όπως το Λατ. calidus, σε Αισχύλ., Αριστοφ., κ.λπ. 2. αυτός που είναι ακόμα ζεστός, φρέσκος, ἴχνη, σε Ανθ. Π. III. 1. τὸ θερμόν = θερμότης, ζέστη, θερμότητα, Λατ. calor, σε Ηρόδ., Πλάτ., κ.λπ. 2. θερμὸν (ενν. ὕδωρ), τό, ζεστό νερό, θερμῷ λοῦσθαι, σε Αριστοφ. 3. τὰ θερμὰ (ενν. χωρία), σε Ηρόδ., αλλά (ενν. λουτρά), τα θερμά λουτρά, σε Ξεν. IV.επίρρ. -μῶς, σε Πλάτ.
θέρμος, , είδος οσπρίου, λούπινο, σε Ανθ. Π.