Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θεραπεύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θερᾰπεύω (θεράπων), μέλ. -εύσω, I. 1. είμαι υπηρέτης, προσφέρω υπηρεσία, σε Ομήρ. Οδ. 2. προσφέρω υπηρεσία στους θεούς, Λατ. colere deos, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.· υπηρετώ ή αποδίδω τιμές στους γονείς ή στους κυρίους μου, σε Ευρ., Πλάτ. 3. υπηρετώ, περιποιούμαι, κολακεύω, τινά, σε Ηρόδ., Αριστοφ., κ.λπ.· με αρνητική σημασία, κολακεύω, θωπεύω, καλοπιάνω, σε Θουκ.· κατευνάζω, καταπραΰνω, ηρεμώ, ανακουφίζω, στον ίδ.· τὸ θεραπεῦον = οἱ θεραπεύοντες, στον ίδ. 4. λέγεται για πράγματα, σκέφτομαι, επιμελούμαι, Λατ. inservire, στον ίδ.· ἡδονὴν θερ., παραδίδομαι στην ορμή των ηδονών, σε Ξεν.· τὰςθύρας τινὸς θεραπεύω, περιμένω στην πόρτα κάποιου επιφανή άνδρα, στον ίδ. II. 1. φροντίζω, προνοώ για τους ανθρώπους, λέγεται για τους θεούς, στον ίδ. 2. λέγεται για πράγματα, φροντίζω, συντηρώ, εξασφαλίζω, σε Σοφ., Θουκ., κ.λπ. 3. θεραπεύω τὸ σῶμα, φροντίζω το σώμα μου, Λατ. cutem curare, σε Πλάτ. 4. φροντίζω ιατρικά, περιθάλπτω, θεραπεύω, περιποιούμαι, σε Θουκ., Ξεν. 5. θεραπεύω ἡμέρην, τηρώ την ημέρα, τη φυλάω σαν γιορτή, σε Ηρόδ.· θεραπεύω τὰ ἱερά, Λατ. sacra procurare, σε Θουκ.· λέγεται για τη γη, καλλιεργώ, σε Ξεν. δένδρον θεραπεύω, καλλιεργώ, περιποιούμαι δένδρο, σε Ηρόδ.