LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "θεραπευτής"
- θεραπευτής, -οῦ, ὁ, I. 1. αυτός που υπηρετεί τους θεούς, πιστός, λάτρης, σε Πλάτ. 2. κάποιος που υπηρετεί άνδρα υψηλής περιωπής, αυλικός, σε Ξεν. II. αυτός που περιποιείται κάποιο πράγμα, με γεν., σε Πλάτ.