Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θεμέλιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θεμέλιος, -ον (√ΘΕ του τίθημι), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα θεμέλια, σε Αριστοφ.· ως ουσ., θεμέλιος (ενν. λίθος), θεμελιώδης, ακρογωνιαίος λίθος· οἱ θεμέλιοι, τα θεμέλια, σε Θουκ.· ἐκ τῶν θεμελίων, από τα θεμέλια, στον ίδ.