LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "θεάομαι"
- θεάομαι, Ιων. θηέομαι, προστ. θεῶ· Επικ. βʹ ενικ. ευκτ. θηοῖο (αντί θεῷο)· Ιων. μτχ. θηεύμενος· Ιων. παρατ. γʹ ενικ. και πληθ. ἐθηεῖτο, ἐθηεῦντο, Επικ. θηεῖτο, θηεῦντο· μέλ. θεάσομαι [ᾱ], Ιων. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐθεᾱσάμην, Ιων. ἐθηησάμην, παρακ. τεθέᾱμαι· 1. αποθ., κοιτάζω με θαυμασμό, παρατηρώ, εξετάζω, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· ἐθεᾶτο τὴνθέσιν τῆς πόλεως, την εξέταζε, την κατασκόπευε, σε Θουκ. 2. βλέπω ως θεατής, οἱ θεώμενοι, οι θεατές του θεάτρου, σε Αριστοφ.· μεταφ., θεῶμαι τὸν πόλεμον, είμαι παρατηρητής του πολέμου, σε Ηρόδ. 3. θεῶμαι τὸ στράτευμα, το επιθεωρώ, σε Ξεν.

