Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θεά"

Βρέθηκαν 14 λήμματα [1 - 14]
θεά, , θηλ. του θεός, θεότητα, σε Όμηρ.· συχνά με άλλο ουσ., θεὰ μήτηρ, σε Ομήρ. Ιλ.· τὰ θεά, σαν διπλή θεότητα είναι η Δήμητρα και η Περσεφόνη (Ceres και Proserpine), σε Σοφ.· αἱ σεμναὶ θεαί, οι Μαινάδες, στον ίδ.
θέᾱ, Ιων. θέη, (θάομαι, θεάομαι), I. 1. όψη, κοίταγμα, θέα· θέης ἄξιος = ἀξιοθέητος, σε Ηρόδ.· θέαν λαβεῖν, έχω θέα ή αποκτώ, σε Σοφ. 2. όψη, οπτική, θέα, άποψη, διαπρεπὴς τὴν θέαν, σε Ευρ. II. αυτό το οποίο βλέπεται, θέαμα, όραμα, σε Τραγ. III. το μέρος το οποίο είναι κατάλληλο για να βλέπει κάποιος, εδώλιο θεάτρου, σε Αισχίν., Δημ.
θέαινᾰ, , Επικ. αντί θεά, θεότητα, θεά, σε Όμηρ.
θέᾱμα, Ιων. θέημα, -ατος, τό (θεάομαι), αυτό το οποίο αντικρύζεται, θέαμα, όραμα, σε Τραγ., Θουκ., κ.λπ.
θεάμων[ᾱ], Ιων. θεήμων, , , ο θεατής, σε Ανθ. Π.
θεάομαι, Ιων. θηέομαι, προστ. θεῶ· Επικ. βʹ ενικ. ευκτ. θηοῖο (αντί θεῷοΙων. μτχ. θηεύμενος· Ιων. παρατ. γʹ ενικ. και πληθ. ἐθηεῖτο, ἐθηεῦντο, Επικ. θηεῖτο, θηεῦντο· μέλ. θεάσομαι [ᾱ], Ιων. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐθεᾱσάμην, Ιων. ἐθηησάμην, παρακ. τεθέᾱμαι· 1. αποθ., κοιτάζω με θαυμασμό, παρατηρώ, εξετάζω, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· ἐθεᾶτο τὴνθέσιν τῆς πόλεως, την εξέταζε, την κατασκόπευε, σε Θουκ. 2. βλέπω ως θεατής, οἱ θεώμενοι, οι θεατές του θεάτρου, σε Αριστοφ.· μεταφ., θεῶμαι τὸν πόλεμον, είμαι παρατηρητής του πολέμου, σε Ηρόδ. 3. θεῶμαι τὸ στράτευμα, το επιθεωρώ, σε Ξεν.
θεάριον[ᾱ], τό, Δωρ. αντί θεώριον, η τοποθεσία στην οποία συναντιόντουσαν οι θεωροί, σε Πίνδ.
θεᾱρός, , Δωρ. αντί θεωρός.
θεᾱτέος, , -ον, I. ρημ. επίθ. του θεάομαι, αυτός που βλέπεται, σε Πλάτ. II. θεατέον, αυτό που πρέπει να θεαθεί, στον ίδ.
θεᾱτής, Ιων. θεητής, (θεάομαι), αυτός που παρατηρεί, ο θεατής, σε Ηρόδ., Ευρ., κ.λπ.
θεᾱτός, , -όν, αυτό που μπορεί να δει κάποιος, σε Σοφ., Πλάτ.
θεᾱτρίζω (θέατρον), μέλ. -σω, αναπαριστώ στη σκηνή· Παθ., γίνομαι περίγελως κάποιου, εκτίθεμαι, σε Κ.Δ.
θεᾱτρικός, Ιων. θεητρικός, , -όν (θέατρον), αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει το θέατρο, θεατρικός, σε Αριστ., Πλούτ.
θέᾱτρον, Ιων. θέητρον, τό (θεάομαι), 1. τόπος που προσφέρει θέα, ιδίως το θέατρο, σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ. 2. περιληπτικό ουσ. αντί οἱ θεαταί, οι άνθρωποι στο θέατρο, οι θεατές, το ακροατήριο, σε Ηρόδ., Αριστοφ. 3. =θέαμα, θέαμα, εκδήλωση προς θέαση· θέατρον γενηθῆναι = θεατρίζεσθαι, σε Κ.Δ.