Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θαῦμα"

Βρέθηκαν 14 λήμματα [1 - 14]
θαῦμα, -ατος, τό, Ιων. θώϋμα ή θῶμα (θάομαιI. 1. λέγεται για αντικείμενα, οτιδήποτε βλέπει κάποιος με θαυμασμό, θαύμα, αξιοθαύμαστο γεγονός, σε Όμηρ., Ησίοδ.· θαῦμα, λέγεται για τον Πολύφημο, σε Ομήρ. Οδ.· θαῦμα βροτοῖσι, λέγεται για μια όμορφη γυναίκα, στο ίδ.· με απαρ., θαῦμα ἰδέσθαι ή ἰδεῖν, θαυμάσιο πράγμα στη θωριά, στην όψη, στο ίδ., Ευρ.· καὶ θαῦμά γ' οὐδέν, και καθόλου περίεργο, σε Αριστοφ., θῶμα ποιεῖσθαι τι, σε Ηρόδ.· στον πληθ., θαύματ' ἐμοὶ κλύειν, σε Αισχύλ.· θαυμάτων κρείσσονα ή πέρα, πράγματα ανώτερα θαυμάτων, σε Ευρ. 2. στον πληθ. επίσης, τεχνάσματα θαυματοποιού, θαυμάσια γυμναστικά παιχνίδια, σε Ξεν., κ.λπ. II. λέγεται για συναίσθημα, θαυμασμός, έκπληξη, σε Ομήρ. Οδ., κ.λπ.· ἐν θώματι εἶναι ή γίγνεσθαι, είμαι έκπληκτος, σε Ηρόδ., Θουκ.· τινός, με ένα πράγμα, σε Ηρόδ.
θαυμάζω, Ιων. θωϋμ- ή θωμ-, Αττ. μέλ. θαυμάσομαι, Επικ. θαυμάσσομαι, αόρ. αʹ ἐθαύμᾰσα, παρακ. τεθαύμᾰκα· — Παθ., μέλλ. -ασθήσομαι, αόρ. αʹ ἐθαυμάσθην· I. 1. απόλ., θαυμάζω, μένω έκθαμβος, είμαι έκπληκτος, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ. 2. α) με αιτ., βλέπω κάτι με θαυμασμό και έκπληξη, καταπλήσσομαι, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ. β) κοιτάζω κάτι με θαυμασμό και σεβασμό, τιμώ, θαυμάζω, λατρεύω, Λατ. admirari, abservare, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· θαυμάζω τινά τινος, για ένα πράγμα, σε Θουκ.· ἐπί τινι, σε Ξεν. 3. με γεν., θαυμάζομαι, εκπλήσσομαι με, σε Θουκ., κ.λπ.· ἐθαύμασά σου λέγοντος, σε Πλάτ. 4. με δοτ. πράγμ., θαυμάζω για κάτι, σε Θουκ. 5. με αιτ. και απαρ., θαυμάζω σε πενθεῖν, σε Ευρ. II. 1. Παθ., ατενίζομαι με θαυμασμό, σε Ηρόδ.· θαυμάζεται μὴ παρών, δηλ. συνεχίζει να μου προκαλεί έκπληξη που δεν παρίσταται, σε Σοφ.· 2. θαυμάζομαι, σε Ηρόδ.· τὰ εἰκότα θαυάζομαι, λαμβάνω τις προσήκουσες τιμές, σε Θουκ.
θαυμαίνω, Επικ. μέλ. -ανέω = θαυμάζω, κοιτώ με θαυμασμό, θαυμάζω, ατενίζω, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.
θαυμάσιος, , -ον, Ιων. θωϋμ- ή θωμ- (θαῦμα), I. 1. αξιοθαύμαστος, θαυμάσιος, εκπληκτικός, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· θαυμάσια, θαυμαστά πράγματα, θαύματα, σε Ηρόδ., Πλάτ.· θαυμάσιόν (ἐστι), με απαρ., σε Αριστοφ.· θαυμάσιος τὸ κάλλος, θαυμαστός για την ομορφιά του, σε Ξεν.· θαυμάσιον ὅσον, εξαιρετικά και αξιοθαύμαστα πολύ, σε Πλάτ.· θαυμάσια ἡλίκα, σε Δημ. 2. Επίρρ. -ίως, θαυμάσια, έξοχα, δηλ. σφόδρα, υπερβολικά, σε Αριστοφ.· συχνά με την προσθήκη του ὡς, θαυμασίως ὡς ἄθλιος, υπέρμετρα αξιολύπητος, σε Πλάτ.· II. αξιοθαύμαστος, εξαιρετικός, με ελαφριά ειρωνεία, στον ίδ., σε Δημ.· ὦ θαυμασιώτατε ἄνθρωπε, σκωπτικά, σε Ξεν.
θαυμασι-ουργέω, (*ἔργω), κάνω θαύματα, εκτελώ θαυμαστά πράγματα, σε Ξεν.
θαυμασμός, (θαυμάζω), θαυμασμός, έκπληξη, σε Πλούτ., κ.λπ.
θαυμαστέος, , -ον, ρημ. επίθ. του θαυμάζω, I. αυτός που αξίζει να θαυμάζεται, σε Πλάτ. II. ουδ. θαυμαστέον, αυτό που πρέπει να θαυμάζεται, σε Ευρ.
θαυμαστής, -οῦ, (θαυμάζω), αυτός που θαυμάζει, σε Αριστ.
θαυμαστικός, , -όν (θαυμάζω), αυτός που έχει την τάση να θαυμάζει ή να εκπλήσσεται, σε Αριστ.
θαυμαστός, Ιων. θωϋμ- ή θωμ-, , -όν (θαυμάζω)· έξοχος, υπέροχος, εκπληκτικός, θαυμαστός, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Αττ.· με αιτ., θαυμαστὸς τὸ κάλλος, σε Πλάτ.· με γεν., θαυμαστὸς τῆς ἐπιεικείας, σε Πλούτ.· με δοτ., πλήθει, στον ίδ.· ακολουθ. από αναφορ., θαυμαστὸν ὅσον, Λατ. mirum quantum, σε Πλάτ., κ.λπ.· θαυμαστὸν ἡλίκον, σε Δημ.· Επίρρ. -τῶς, θαυμαστῶς ὡς σφόδρα, σε Πλάτ. II. θαυμάσιος, έξοχος, σε Πίνδ., Σοφ.
θαυμᾰτοποιέω, κάνω θαύματα, σε Λουκ.
θαυμᾰτοποιία, , γοητεία, εκτέλεση πλαστών θαυμάτων, ταχυδακτυλουργία, ξεγέλασμα, εξαπάτηση, σε Πλάτ.
θαυμᾰτο-ποιός, -όν (ποιέω), αυτός που κάνει θαύματα· ως ουσ., μάγος, ταχυδακτυλουργός, απατεώνας, σε Πλάτ., Δημ.
θαυμᾰτός, , -όν, ποιητ. αντί θαυμαστός, σε Ησίοδ., Πίνδ.