Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θαυμαστός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θαυμαστός, Ιων. θωϋμ- ή θωμ-, , -όν (θαυμάζω)· έξοχος, υπέροχος, εκπληκτικός, θαυμαστός, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Αττ.· με αιτ., θαυμαστὸς τὸ κάλλος, σε Πλάτ.· με γεν., θαυμαστὸς τῆς ἐπιεικείας, σε Πλούτ.· με δοτ., πλήθει, στον ίδ.· ακολουθ. από αναφορ., θαυμαστὸν ὅσον, Λατ. mirum quantum, σε Πλάτ., κ.λπ.· θαυμαστὸν ἡλίκον, σε Δημ.· Επίρρ. -τῶς, θαυμαστῶς ὡς σφόδρα, σε Πλάτ. II. θαυμάσιος, έξοχος, σε Πίνδ., Σοφ.