Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θαυμάσιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θαυμάσιος, , -ον, Ιων. θωϋμ- ή θωμ- (θαῦμα), I. 1. αξιοθαύμαστος, θαυμάσιος, εκπληκτικός, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· θαυμάσια, θαυμαστά πράγματα, θαύματα, σε Ηρόδ., Πλάτ.· θαυμάσιόν (ἐστι), με απαρ., σε Αριστοφ.· θαυμάσιος τὸ κάλλος, θαυμαστός για την ομορφιά του, σε Ξεν.· θαυμάσιον ὅσον, εξαιρετικά και αξιοθαύμαστα πολύ, σε Πλάτ.· θαυμάσια ἡλίκα, σε Δημ. 2. Επίρρ. -ίως, θαυμάσια, έξοχα, δηλ. σφόδρα, υπερβολικά, σε Αριστοφ.· συχνά με την προσθήκη του ὡς, θαυμασίως ὡς ἄθλιος, υπέρμετρα αξιολύπητος, σε Πλάτ.· II. αξιοθαύμαστος, εξαιρετικός, με ελαφριά ειρωνεία, στον ίδ., σε Δημ.· ὦ θαυμασιώτατε ἄνθρωπε, σκωπτικά, σε Ξεν.