Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θαυμάζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θαυμάζω, Ιων. θωϋμ- ή θωμ-, Αττ. μέλ. θαυμάσομαι, Επικ. θαυμάσσομαι, αόρ. αʹ ἐθαύμᾰσα, παρακ. τεθαύμᾰκα· — Παθ., μέλλ. -ασθήσομαι, αόρ. αʹ ἐθαυμάσθην· I. 1. απόλ., θαυμάζω, μένω έκθαμβος, είμαι έκπληκτος, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ. 2. α) με αιτ., βλέπω κάτι με θαυμασμό και έκπληξη, καταπλήσσομαι, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ. β) κοιτάζω κάτι με θαυμασμό και σεβασμό, τιμώ, θαυμάζω, λατρεύω, Λατ. admirari, abservare, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· θαυμάζω τινά τινος, για ένα πράγμα, σε Θουκ.· ἐπί τινι, σε Ξεν. 3. με γεν., θαυμάζομαι, εκπλήσσομαι με, σε Θουκ., κ.λπ.· ἐθαύμασά σου λέγοντος, σε Πλάτ. 4. με δοτ. πράγμ., θαυμάζω για κάτι, σε Θουκ. 5. με αιτ. και απαρ., θαυμάζω σε πενθεῖν, σε Ευρ. II. 1. Παθ., ατενίζομαι με θαυμασμό, σε Ηρόδ.· θαυμάζεται μὴ παρών, δηλ. συνεχίζει να μου προκαλεί έκπληξη που δεν παρίσταται, σε Σοφ.· 2. θαυμάζομαι, σε Ηρόδ.· τὰ εἰκότα θαυάζομαι, λαμβάνω τις προσήκουσες τιμές, σε Θουκ.