Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θαρσαλέος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θαρσᾰλέος, Αττ. θαρραλέος, , -ον (θάρσος), I. 1. τολμηρός, γενναίος, θαρραλέος, άφοβος, ατρόμητος, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· τὸ θαρσαλέον, αυτοπεποίθηση, θάρρος, πίστη, σε Θουκ.· ομοίως στο επίρρ., θαρραλέως ἔχειν, έχω θάρρος, είμαι γεμάτος θάρρος, σε Πλάτ, Ξεν. 2. με αρνητική σημασία, παράτολμος, θρασύς, αναιδής, προπετής, σε Ομήρ. Οδ.· II. αυτό που μπορεί να τολμήσει κάποιος με θάρρος, αυτό που επιχειρείται χωρίς φόβο, σε Πλάτ.