Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θαλερός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θᾰλερός, , -όν (θάλλω), I. ανθηρός, ακμαίος, ζωηρός, λέγεται για τους νέους, σε Όμηρ.· θαλερὸς γάμος, γάμος νεαρού ζευγαριού, σε Ομήρ. Οδ. II. λέγεται για το σώμα, ρωμαλέος, δραστήριος, ακμαίος, τρυφερός, σε Ομήρ. Ιλ.· θαλερὰ χαίτη, πυκνή, άφθονη κόμη, στο ίδ.· θαλερὰ ἀλοιφή, πλούσιο, άφθονο λίπος, σε Ομήρ. Οδ.· έπειτα χρησιμ. και για άλλα πράγματα, θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέουσα, ρίχνοντας πολλά δάκρυα, σε Ομήρ. Ιλ.· θαλερὸν γόος, συχνός και βαρύς θρήνος· θαλερὴ φωνή, γεμάτη, ισχυρή φωνή, σε Όμηρ.