Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θαλαμηπόλος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θᾰλᾰμη-πόλος, (πολέομαι), I. καμαριέρα, υπηρέτρια υπεύθυνη για την κάμαρα της κυρίας της, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. II.ὁ, ευνούχος της κρεβατοκάμαρας, σε Πλούτ. III. 1. σπάνια, γαμπρός, σε Σοφ. 2. ως επίθ., νυφικός, γαμήλιος, σε Ανθ. Π.