Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θαλάσσιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θᾰλάσσιος, μεταγεν. Αττ. -ττιος, , -ον και -ος, ον (θάλασσα), I. αυτός που αναφέρεται στη θάλασσα, που βρίσκεται μέσα στη θάλασσα ή πάνω της, αυτός που της ανήκει, Λατ. marinus, οὔ σφι θαλάσσια ἔργα μεμήλει, λέγεται για τους Αρκάδες, σε Ομήρ. Ιλ.· κορῶναι τῇσίντε θαλάσσια ἔργα μέμηλεν, δηλ. αυτοί που ζουν με το ψάρεμα, σε Ομήρ. Οδ.· θαλάσσια, τα ζώα της θάλασσας, αντίθ. προς το χερσαῖα, σε Ηρόδ.· πεζοί τε καὶ θαλάσσιοι, οι στεριανοί και οι ναυτικοί, σε Αισχύλ.· θαλάσσιον ἐκρῖψαί τινά, ρίχνω κάποιον στη θάλασσα, σε Σοφ. II. ο έμπειρος στη θάλασσα, ναυτικός, σε Ηρόδ., Θουκ.