Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θαλάμη"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
θᾰλάμη[ᾰ], , I. τόπος ενέδρας, τρύπα, φωλιά, σπηλιά, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· λέγεται για τον τάφο, στον ίδ.· II. θάλαμος III, σε Λουκ.
θᾰλᾰμήιος, , -ον, αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τον θάλαμον, σε Ησίοδ.
θᾰλᾰμη-πόλος, (πολέομαι), I. καμαριέρα, υπηρέτρια υπεύθυνη για την κάμαρα της κυρίας της, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. II.ὁ, ευνούχος της κρεβατοκάμαρας, σε Πλούτ. III. 1. σπάνια, γαμπρός, σε Σοφ. 2. ως επίθ., νυφικός, γαμήλιος, σε Ανθ. Π.