LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "θήκη"
- θήκη, ἡ (τίθημι), I. θήκη για να μπει οτιδήποτε μέσα της, κουτί, κιβώτιο, μπαούλο, σε Ηρόδ., Ευρ. II. 1. τόπος για νεκρούς, τάφος, μνημείο, σε Ηρόδ., Αισχύλ. 2. τρόπος ταφής, σε Θουκ.