Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θέω"

Βρέθηκαν 11 λήμματα [1 - 11]
θέω, Επικ. επίσης θείω· Επικ. γʹ ενικ. υποτ. θέῃσι, γʹ ενικ. παρατ. ἔθει, Ιων. παρατ. θέεσκον, μέλ. θεύσομαι· I. 1. οι υπόλοιποι χρόνοι συμπληρώνονται από το τρέχω και το *δρέμω· οι συλλαβές εο, εου παραμένουν ασυναίρετες ακόμα και στην Αττ.· τρέχω, σε Όμηρ., κ.λπ.· θέειν πεδίοιο, τρέχω κατά μήκος της πεδιάδας, σε Ομήρ. Ιλ.· στη μτχ. με άλλο ρήμα, ἦλθεθέων, ἦλθε θέουσα, ήρθε τρέχοντας, στο ίδ.· θέων Αἴαντα κάλεσσον, τρέξε να τον φωνάξεις, στον ίδ. 2. περὶ τρίποδος θεύσεσθαι, να τρέξει για τον τρίποδα, στο ίδ.· περὶ ψυχῆς θέον Ἕκτορος, έτρεχαν για τη ζωή του Έκτορα, στο ίδ. II. χρησιμοποιείται για άλλου είδους κίνηση, όπως 1. των πουλιών, θεύσονται δρόμῳ, σε Αριστοφ. 2. των πλοίων, ἔθεε κατὰ κῦμα, σε Ομήρ. Ιλ.· του κεραμεικού τροχού, στο ίδ.· του δίσκου, ῥίμφα θέων ἀπὸ χειρός, πετώντας ανάλαφρα, σε Ομήρ. Οδ.· III. λέγεται για πράγματα τα οποία (όπως λέμε) τρέχουν σε συνεχή γραμμή, αν και στην πραγματικότητα είναι ακίνητα, φλὲψ ἀνὰ νῶτα θέουσα, σε Ομήρ. Ιλ.· ιδίως λέγεται για οτιδήποτε κυκλικό, το οποίο περιστρέφεται και γυρνά πάλι πίσω, ἄντυξ, ἣ πυμάτη θέεν ἀσπίδος, στο ίδ. IV. με αιτ. τόπου, διατρέχω, ξεχύνομαι, τὰ ὄρη, σε Ξεν.
θεῶ, αντί θεάου, προστ. του θεάομαι, κοίτα! δες!
θεωρέω, μέλ. -ήσω (θεωρός), I. 1. κοιτάζω, εξετάζω, ατενίζω, επιθεωρώ, σε Ηρόδ., Αισχύλ., κ.λπ.· επιθεωρώ στράτευμα, σε Ξεν. 2. λέγεται για το πνεύμα, σκέφτομαι, εξετάζω φιλοσοφικώς, στοχάζομαι, σε Πλάτ., κ.λπ. II. παρακολουθώ τους δημόσιους αγώνες, λέγεται για τους θεατές, θεωρέω τὰ Ὀλύμπια, σε Ηρόδ., κ.λπ.· θεωρέω τινά, τον βλέπω να ενεργεί, σε Δημ.· απολ., πηγαίνω σαν θεατής, ἐς τὰ Ἐφέσια, σε Θουκ. III. είμαι θεωρός ή πρεσβευτής της πόλης σε μαντείο ή αγώνες, σε Αριστοφ., Θουκ. IV. στο θεωρήσασα τοὐμὸν ὄμμα, σε Σοφ.· η αιτ. ὄμμα μπορεί να θεωρηθεί όπως στο βαίνειν πόδα, έχοντας δει με τα δικά μου μάτια.
θεώρημα, -ατος, τό, 1. αυτό το οποίο παρατηρείται, κοιτάζεται, το θέαμα, σε Δημ., κ.λπ. 2. αρχή που παράγεται ύστερα από σκέψη, κανόνας, Λατ. praeceptum· στα Μαθηματικά, το θεώρημα, σε Ευκλ.
θεωρητήριον, τό (θεωρέω), εδώλιο στο θέατρο, σε Πλούτ.
θεωρητικός, , -όν, αυτός που αρέσκεται στο να αναλύει κάτι, με γεν., σε Αριστ.· απόλ., θεωρητικός, συλλογιστικός, στον ίδ., Πλούτ., κ.λπ.
θεωρία, Ιων. -ίη, (θεωρέω), I. 1. παρατήρηση, θέαση, εξέταση, κοίταγμα· θεωρίης εἵνεκεν ἐκδημεῖν, βγαίνω έξω για να δω τον κόσμο, σε Ηρόδ.· ομοίως σε Θουκ., κ.λπ.· λέγεται για το πνεύμα, σκέψη, εξέταση, φιλοσοφικός στοχασμός, συλλογισμός, σε Πλάτ., κ.λπ. 2. Παθ., θεώρημα, θέαμα, θέα, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· ιδίως στο θέατρο, σε Αριστοφ., Ξεν. II. το να είναι κάποιος θεατής σε θέατρο ή σε δημόσιους αγώνες, σε Σοφ., Πλάτ. III. 1. οἱ θεωροί ή οι πρεσβευτές της πόλης, οι οποίοι στέλνονταν στα μαντεία ή στους αγώνες, αποστολή, στον ίδ., Ξεν. 2. το αξίωμα του θεωροῦ, η εκπλήρωση αυτού του αξιώματος, σε Θουκ., κ.λπ.
θεωρικός, , -όν, I. ο σχετικός με τη θεωρία (σημασίες I και II)· πεπλώματ' οὐ θεωρικά, όχι εορταστικά ενδύματα, σε Ευρ. II. θεωρικά (ενν. χρήματα), τά, τα χρήματα, τα οποία από την εποχή του Περικλή, παρέχονταν στους φτωχούς πολίτες προκειμένου να εξασφαλίσουν θέση στο θέατρο (δύο οβολοί η θέση), αλλά και για άλλους σκοπούς, σε Δημ.· στον ενικ., τὸ θεωρικόν, το θεατρικό ταμείο, στον ίδ.
θεωρίς, -ίδος, , 1. (με ή χωρίς το ναῦς), ιερό πλοίο, το οποίο μετέφερε τους θεωρούς στον προορισμό τους, (πρβλ. θεωρός I), χρησιμοποιείται ωστόσο και για άλλους σκοπούς της πόλης, σε Ηρόδ., Πλάτ.· μεταφ., λέγεται για τη βάρκα του Χάροντα, σε Αισχύλ. 2. (ενν. ὁδός), ο δρόμος από τον οποίο προχωρούσαν οι θεωροί.
θεωρός, Δωρ. θεᾱρός, I. θεατής, σε Θέογν., Αισχύλ., κ.λπ.· θεωρὸς εἰκάδων, με το να παρακολουθεί τις γιορτές ή να παρίσταται σε αυτές, σε Ευρ. II. πρεσβευτής τον οποίο έστελναν για να συμβουλευθεί μαντείο ή να παρασταθεί σε θυσία, σε Σοφ., παρα Δημ. Οι Αθηναίοι έστελναν τους θεωρούς στους Δελφούς, στη Δήλο και στους τέσσερις μεγαλύτερους αγώνες, τους Ολυμπιακούς, τους Πυθικούς, της Νεμέας και τα Ίσθμια (με την πρώτη σημασία, προέρχεται από το θεάομαι· με τη δεύτερη πιθ. από το θεός, ὤρα, cura).
θεώτερος, , -ον, συγκρ. του θεός, περισσότερο θεϊκός· βλ. θεός.