Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θέρω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θέρω, 1. θερμαίνω, ζεσταίνω· Παθ., θέρομαι, με Μέσ. μέλ. θέρσομαι, αόρ. βʹ ἐθέρην, Επικ. υποτ. θερέω (αντί θερῶ1. γίνομαι ζεστός ή θερμός, ζεσταίνομαι, σε Ομήρ. Οδ.· πυρός, στη φωτιά, στο ίδ.· θέρου, ζέστανε τον εαυτό σου, σε Αριστοφ. 2. λέγεται για πράγματα, μὴ ἄστυ πυρὸς θέρηται, μήπως η πόλη καεί με φωτιά, σε Ομήρ. Ιλ.