Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θέναρ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θένᾰρ, -ᾰρος, τό, 1. η παλάμη του χεριού, σε Ομήρ. Ιλ. 2. μεταφ., θέναρ βωμοῦ, το πλατύ μέρος της επιφάνειας ενός βωμού, σε Πίνδ.· ἁλὸς θέναρ, η επιφάνεια της θάλασσας, στον ίδ.