Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θέμις"

Βρέθηκαν 9 λήμματα [1 - 9]
θέμις, , αρχ. Επικ. γεν. θέμιστος, αιτ. θέμιστα, Αττ. θέμιν (√ΘΕ του τί-θημι) I. 1. αυτό που εδραιώνεται ή καθιερώνεται εθιμικά, Λατ. jus ή fas αντίθ. προς το lex· θέμις ἐστί, είναι ορθό και δίκαιο, Λατ. fas est, σε Όμηρ.· ἣ θέμις ἐστί, όπως είναι δίκαιο και σωστό, όπως είναι συνηθισμένο, στον ίδ.· ἣ θέμις ἐστὶ γυναικός, όπως συνηθίζουν, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, οι γυναίκες στην Αττ., ὅτιθέμις αἰνεῖν, αυτό που είναι σωστό και δίκαιο να επαινείται, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης και άκλ., θέμις, που χρησιμ. ως αιτ.· φασὶ θέμις εἶναι, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. δίκη, δίκαιο, νόμος, σε Αισχύλ., Σοφ. II. 1. πληθ. θέμιστες, οι αποφάσεις των θεών, χρησμοί, Διὸς θέμιστες, σε Ομήρ. Οδ.· θέμισσιν, μέσω χρησμών, σε Πίνδ. 2. κυριαρχικά δικαιώματα, προνόμια, σκῆπτρόν τ' ἠδὲ θέμιστες, σε Ομήρ. Ιλ. 3. οι υφιστάμενοι νόμοι, οι κείμενες διατάξεις· οἵτε θέμιστας εἰρύαται, που διατηρούν, φυλάσσουν τους νόμους, στο ίδ. 4. αξιώσεις, απαιτήσεις, για τις οποίες αποφασίζουν οι βασιλείς ή οι δικαστές· οἳ σκολιὰς κρίνωσι θέμιστας, στο ίδ. III. ως κύρ. όνομα, γεν. Θέμιστος, Θέμιδος, Θέμιτος, κλητ. Θέμι, η Θέμιδα, η θεά του δίκαιου νόμου και της ορθής τάξης, στο ίδ.
θεμι-σκόπος, -ον, αυτός που επιτηρεί το νόμο και επιβλέπει την τάξη, σε Πίνδ.
θεμισ-κρέων, -οντος, , αυτός που βασιλεύει δικαιωματικά, σε Πίνδ.
θέμιστα, θέμιστας, Επικ. αιτ. ενικ. και πληθ. του θέμις.
θεμιστεῖος, , -ον (θέμις), αυτός που ανήκει στη δικαιοσύνη και το νόμο· θεμιστεῖον σκᾶπτον, το σκήπτρο της δίκαιης κρίσης, σε Πίνδ.
θεμιστεύω, μέλ. -σω (θέμις), I. απονέμω δικαιοσύνη, διακηρύσσω το δίκαιο, Λατ. jus dicere, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., διεκδικώ το δίκαιο έναντι, είμαι δικαστής, στο ίδ. II. χρησμοδοτώ, σε Ομηρ. Ύμν.· απόλ., δίνω χρησμούς, σε Ευρ.
θεμιστέων, Επικ. γεν. πληθ. του θέμις.
θεμιστο-πόλος, -ον (πολέω), αυτός που απονέμει το δίκαιο, υπηρετεί τη δικαιοσύνη, σε Ομηρ. Ύμν.
θεμιστός, , -όν, = θεμιτός, σε Αισχύλ.· επίρρ. -τῶς, στον ίδ.